Μαρτυρίες απο την Γερμανία

 «Ουδέν άχθος αθλιώτερον της πατρίδος στερημένω.» (Δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάρος πιο άθλιο, από το να στερείται κανείς την πατρίδα του.)

- Ευριπίδης 




Του Χρήστου Σταμκόπουλου





Εισαγωγή

Η ακόλουθη συνέντευξη παραχωρήθηκε από τον παππού και τη γιαγιά μου, οι οποίοι τις δεκαετίες του '60 και του '70 μετανάστευσαν στη Γερμανία για να εργαστούν σε εργοστάσια. Ο παππούς και η γιαγιά παντρεύτηκαν το 1965. Από τότε, ο παππούς είχε ενημερώσει τη γιαγιά ότι σκόπευε να φύγει για δουλειά στη Γερμανία και ότι θα έπρεπε τελικά να πάνε μαζί, αφού όμως ο ίδιος θα είχε εγκατασταθεί εκεί μερικά χρόνια νωρίτερα. Καταληγοντας, τους ευχαριστω παρα πολυ που ηταν διαθετιμενοι να μοιραστουν τις εμπειριες τους μαζι μου. 


Κύριο Μέρος

Το 1966, ο παππούς έφυγε πρώτος για τη Γερμανία ως «Gastarbeiter» (φιλοξενούμενος εργάτης), έχοντας υπογράψει σύμβαση με την εταιρεία HELLA. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια έμενε στα «Heim» (συλλογικά καταλύματα εργατών). Το 1967 έχασε το διαβατήριό του και μέχρι το 1969 το ελληνικό προξενείο στη Γερμανία αρνούνταν να του εκδώσει νέο, λόγω των πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν τότε στην Ελλάδα. Κατά το διάστημα αυτό, ο παππούς έστελνε τακτικά εμβάσματα πίσω στην οικογένειά του, καθώς έπρεπε να φροντίσει τη σύζυγό του, τους γονείς του και το πρώτο τους παιδί, που είχε γεννηθεί λίγο πριν φύγει. Έστελνε περίπου 500 μάρκα τον μήνα, ποσό με το οποίο μπορούσε να συντηρηθεί μια ολόκληρη οικογένεια τότε.


Όταν τελικά το προξενείο τού εξέδωσε διαβατήριο, πήρε άδεια και επέστρεψε στο χωριό για έναν μήνα. Μέχρι τότε, πολλοί συγχωριανοί πίστευαν ότι είχε φύγει για πάντα, γεγονός που προκαλούσε σχόλια και κουτσομπολιά για τον γάμο τους. Η γιαγιά μου περιγράφει ότι εκείνη την εποχή, οι γυναίκες που μεγάλωναν μόνες τα παιδιά τους αντιμετωπίζονταν ως «πολίτες δεύτερης κατηγορίας». Η ίδια γλίτωσε εν μέρει τον κοινωνικό ρατσισμό επειδή έμενε μαζί με τα πεθερικά της. Κατά τη διάρκεια της άδειάς του, ο παππούς έπεισε τον αδελφό του, τον Βασίλη, να τον ακολουθήσει στη Γερμανία. Έναν χρόνο αργότερα, κάλεσε τη γιαγιά μου και τη σύζυγο του αδελφού του να πάνε κι εκείνες να τους βρουν.


Η γιαγιά μου και η θεία μου ξεκίνησαν από το Τριγωνικό για την Αθήνα. Εκεί πέρασαν από διάφορες ιατρικές εξετάσεις και μετά από λίγες μέρες πήγαν στον Πειραιά, όπου επιβιβάστηκαν στο καράβι για το Μπρίντιζι της Ιταλίας. Μετά τον έλεγχο των αποσκευών και παρά την ταλαιπωρία, ένας διερμηνέας περίμενε όλες τις γυναίκες που προορίζονταν για το εργοστάσιο. Η εταιρεία τους παρείχε φαγητό μέχρι να επιβιβαστούν στο τρένο για το Μόναχο. Από εκεί, συνέχισαν σιδηροδρομικώς για το Ντόρτμουντ και τελικά έφτασαν στο Λίπσταντ (Lippstadt).


Για τους πρώτους δύο μήνες έμεναν στα Heim, τα οποία έμοιαζαν με αποθήκες που διέθεταν μόνο τα βασικά. Για να μαγειρέψουν, χρησιμοποιούσαν ένα νόμισμα σαν «πασπαρτού» που άνοιγε την παροχή γκαζιού. Όταν βρήκαν δωμάτιο σε σπίτι, μετακόμισαν εκεί με ενοίκιο 60 μάρκα. Στο κτίριο έμεναν και άλλες οικογένειες μεταναστών από την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γιουγκοσλαβία. Δεν νοίκιαζαν ολόκληρο σπίτι, αλλά ένα δωμάτιο με κοινή τουαλέτα. Η γιαγιά θυμάται ότι ο σπιτονοικοκύρης άφηνε έξω από την πόρτα τους ένα καλαθάκι με λίγα ξύλα και κάρβουνα για τη θέρμανση. Αργότερα, οι δύο οικογένειες (του παππού μου και του αδελφού του) νοίκιασαν μαζί ένα μεγαλύτερο σπίτι για να χωρέσουν και τα τέσσερα παιδιά τους, με το ενοίκιο να παρακρατείται απευθείας από τους μισθούς των ανδρών.

Η καθημερινότητα στο Λίπσταντ απαιτούσε γρήγορη προσαρμογή σε νέες συνήθειες. Το ποδήλατο έγινε το βασικό τους μέσο μεταφοράς· η γιαγιά θυμάται χαρακτηριστικά την προσπάθειά της να μάθει να ισορροπεί για να πηγαίνει στη δουλειά και στα ψώνια. Η γλώσσα ήταν ένα ακόμα εμπόδιο, που συχνά οδηγούσε σε κωμικοτραγικές καταστάσεις, όπως όταν στο σούπερ μάρκετ προσπαθούσαν να συνεννοηθούν με νοήματα για να αγοράσουν βασικά αγαθά, όπως οι πατάτες ("Kartoffel"), μαθαίνοντας τις λέξεις μέσα από την ανάγκη της στιγμής.

Στο εργοστάσιο οι βάρδιες ήταν 06:00-15:00 και 15:00-23:15. Η απογευματινή βάρδια καθάριζε τον χώρο για την πρωινή. Οι γυναίκες που δούλευαν με προσήλωση επιλέγονταν για εργασία και τα Σάββατα, λαμβάνοντας υπερωρίες για τον γενικό καθαρισμό και τη συντήρηση των μηχανών. Το εργοστάσιο διέθετε ντουζιέρες και εστιατόριο, αλλά η γιαγιά μου προτιμούσε να μαγειρεύει από το σπίτι για να αποταμιεύουν χρήματα, σε αντίθεση με άλλους εργαζόμενους που ξόδευαν "όλο τον μισθό τους" στο εστιατόριο.


Η γιαγιά εργαζόταν στο πόστο με τους φούρνους, όπου γινόταν η επεξεργασία των φαναριών. Στις δύο πλευρές της γραμμής παραγωγής βρίσκονταν 10 γυναίκες από κάθε μεριά, οι οποίες τοποθετούσαν τις λάμπες στα φανάρια. Στη συνέχεια, τα έβαζαν σε μεγάλα κουτιά σημειώνοντας το όνομά τους. Ακολουθούσε αυστηρός ποιοτικός έλεγχος· αν εντοπίζονταν δαχτυλιές ή ατέλειες, οι ποινές κυμαίνονταν από μείωση μισθού έως στέρηση υπερωριών.

Ο πληθυσμός του εργοστασίου ήταν πολυπολιτισμικός: στην πρωινή βάρδια κυριαρχούσαν οι Γιουγκοσλάβες και ακολουθούσαν οι Ελληνίδες, ενώ στη βραδινή το αντίστροφο. Οι γυναίκες ήταν λιγότερες από τους άνδρες και πολλές από αυτές ήταν χωρισμένες (κυρίως Γιουγκοσλάβες) ή ανύπαντρες. Υπήρχαν επίσης πολλές Ισπανίδες που έκαναν παιδιά με Ιταλούς ή Έλληνες χωρίς να παντρεύονται. Το εργοστάσιο πρόσφερε μαθήματα γερμανικών και λεξικά, αν και η εκμάθηση της γλώσσας γινόταν κυρίως από την ανάγκη επικοινωνίας με τους ντόπιους.


Ο παππούς εργαζόταν επίσης στους φούρνους και στη γραμμή παραγωγής των λαμαρινένιων φαναριών. Οι επιστάτες ήταν Γερμανοί, αλλά υπήρχαν και Έλληνες ή Ιταλοί επιστάτες, υπό την προϋπόθεση ότι ήταν δεύτερης γενιάς, είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση ή είχαν παντρευτεί Γερμανίδα. Οι Γερμανοί φέρονταν καλά στους εργάτες από τον ευρωπαϊκό Νότο, ενώ τα καλοκαίρια έρχονταν και πρακτικάριοι από τεχνικές σχολές. Οι μισθοί διέφεραν: μια γυναίκα κέρδιζε 600-650 μάρκα, ενώ οι άνδρες στα καλούπια και τους φούρνους έπαιρναν 750-800 μάρκα. Οι περισσότεροι ζούσαν λιτά για να στέλνουν χρήματα στην πατρίδα.

Παρά τις δυσκολίες, η φροντίδα για την οικογένεια παρέμενε προτεραιότητα. Η γιαγιά έπλεκε η ίδια τα ρούχα των παιδιών με κλωστές που αγόραζε από εκεί, ενώ ο παππούς εργαζόταν υπό αυστηρό καθεστώς ελέγχου στη HELLA. Το εργοστάσιο είχε αναπτύξει ένα πολύ αυστηρό σύστημα επιτήρησης, με φύλακες που έλεγχαν ακόμα και τις τσάντες των εργατών κατά την έξοδο για να αποτρέψουν κλοπές, καθως ενα φαναρι κοστιζει 200 μαρκα. Παρά την πίεση και την αυστηρότητα, οι Γερμανοί αναγνώριζαν την εργατικότητά τους, αρκεί να ήταν συνεπείς και να μην προσποιούνταν ασθένειες για να αποφύγουν τη βάρδια.


Το 1974, με το τρίτο τους παιδί πλέον στην αγκαλιά, ο παππούς και η γιαγιά αποφάσισαν να επιστρέψουν οριστικά στην Ελλάδα. Το αν μετάνιωσαν για αυτή την απόφαση, ίσως να μην το μάθουμε ποτέ.



Επιλογος 


Η μαρτυρία των παππούδων μου αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα του κύματος της "μεγάλης φυγής" των Ελλήνων μεταναστών. Μέσα από τα λεγόμενά τους, είδαμε τις δυσκολίες της προσαρμογής στα "Heim", τον κοινωνικό αποκλεισμό που βίωναν οι γυναίκες πίσω στο χωριό, αλλά και την πειθαρχία της γερμανικής βιομηχανίας. Η ιστορία τους μας θυμίζει ότι οι "Gastarbeiter" ήταν η ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής οικονομικής ανάπτυξης. Σήμερα, 50 χρόνια μετά, οι αφηγήσεις τους μας διδάσκουν την αξία της εργατικότητας και μας βοηθούν να κατανοήσουμε το φαινόμενο της μετανάστευσης από μια πιο ανθρώπινη και προσωπική σκοπιά.












Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτική ανάλυση του Φεβρουάριου 2025

Κώστας Σημίτης. Μια ιστορία διαδοχής.